μουλαράς

μουλαράς
ο
1. ο ημιονηγός.
2. στρατιώτης που φροντίζει τα μουλάρια του στρατού: Τα πολεμοφόδια μετέφεραν οι μουλαράδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουλαράς — ο 1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός 2. ιδιοκτήτης μουλαριών 3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ άς, ψωμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • μουλίων — μουλίων, ὁ (Α) [μούλη] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

  • μουλαριάρης — ο [μουλάρι] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”